- ἐπισπασμοῦ
- ἐπισπασμόςrapid respirationmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεκλύω — Α 1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῡ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.) 2. παθ. παρεκλύομαι απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»] … Dictionary of Greek